Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραεῖαν — πρᾱεῖαν , πρᾶος Gött. Nachr. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλιαν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὔφημον, ἥσυχον, πραεῑαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με μάλα, μάλιον* και μαλιωτέραν*] … Dictionary of Greek